«Ακάκιε, μην ξεχάσεις τα μακαρόνια να είναι…». Ένας καλόγερος πάνω σε έναν γαϊδαράκο, στη σκιά των Μετεώρων, τη δεκαετία του 1950. Μια εικόνα αληθινή όσο και μια οφθαλμαπάτη, συγκινητική όσο η γη που βγάζει τα σιτηρά, αληθινή σαν τα μακαρόνια που μας μεγάλωσαν, δυναμική όσο μια λαμπρή ιδέα. Με τον Ακάκιο καβάλα, μεγάλωσε η μεταπολεμική Ελλάδα. Με τον Ακάκιο, που γεφύρωνε γλυκά και νοσταλγικά την παράδοση και το αύριο, το χωριό και την πόλη, την άδολη με την τεχνοκρατική Ελλάδα, φτιάχτηκε μια μυθολογία γύρω από τη βιομηχανία ΜISKO και στρώθηκε ο δρόμος για να μπουν τα ζυμαρικά στο καθημερινό τραπέζι της αστικής οικογένειας. Η τυποποίηση κέρδιζε, ο εκσυγχρονισμός γοήτευε, η παράδοση καθησύχαζε.
Ο «Ακάκιος», το πιο πρόσφατο βιβλίο του Κώστα Κρομμύδα (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διόπτρα»), είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του Λευτέρη Μαντζίκα (1917-2008), του ανθρώπου που στην ουσία έφτιαξε μεταπολεμικά τη MISKO και που επί των ημερών του ο Ακάκιος μπήκε σε κάθε σπίτι. Αλλά εκτός από μια ιστορία ζωής, ο Κώστας Κρομμύδας μάς παραδίδει έναν τρόπο να σκεφθούμε και να συναισθανθούμε τις εκδοχές του ελληνικού ονείρου, μέσα από μια αλληλουχία πυκνών γεγονότων από τον Μεσοπόλεμο έως τις αρχές του 21ου αιώνα, δοσμένων με το δικό του αφηγηματικό ύφος, αντλώντας από μια βάση πραγματικών γεγονότων. Ο Μαντζίκας πέρα από επιτυχημένος επιχειρηματίας, πέρα από οικογενειάρχης και άνθρωπος αρχών, υπήρξε και ένας ευεργέτης που ποτέ δεν ξέχασε την πατρογονική γη στην Ήπειρο, τη Λιγοψά, όπου γεννήθηκε το 1917. Συμπληρώνεται έτσι ένα τρίπτυχο κοινωνικής ανόδου, αγάπης για πρόοδο και ανταπόδοσης στην πατρίδα, που θα μπορούσε να συνοψίσει τα στάδια του ελληνικού ονείρου.
Και γίνεται μετά θάνατον ο Λευτέρης Μαντζίκας, μέσω του «Ακάκιου», ένα πρότυπο αναστοχασμού. Δεν άφησα το βιβλίο μέχρι να το τελειώσω, και αυτό οφείλεται όχι μόνο στον συναρπαστικό τρόπο που αφηγείται την ιστορία ο Κώστας Κρομμύδας αλλά και στο πανόραμα μιας Ελλάδας που γνώρισε η γενιά μου στη δύση της, μιας Ελλάδας που μας πονάει, που μας ταράζει, που μας συγκινεί βουβά και εσωτερικά. Ο Κώστας Κρομμύδας κάνοντας αυτήν τη στροφή στη μυθιστορηματική βιογραφία με τον «Ακάκιο» άντλησε υλικό από οικογενειακές αφηγήσεις, καθώς ο Λευτέρης Μαντζίκας ήταν ο παππούς της της συζύγου του, Μαρίνας Γιώτη. Οι μνήμες ενισχύθηκαν από έρευνα στην επιχειρηματική ιστορία (σε συνεργασία με την Ευαγγελία Μάγγου) και αποτέλεσαν τη βάση μιας αφήγησης, της οποίας τα κενά «γέμισε» πειστικά και «χωρίς ραφές» ο Κώστας Κρομμύδας, χαρίζοντάς μας μια πινακοθήκη ηρώων.
Η εταιρεία MISKO προϋπήρχε ως όνομα. Ήταν μια μεσοπολεμική επιχείρηση που είχαν ιδρύσει ως εργαστήρι παρασκευής ζυμαρικών το 1927 στον Πειραιά ο Φώτης Μιχαηλίδης (βιοτέχνης ζυμαρικών από τη Μικρά Ασία) και ο Μίνως Κωνσταντίνης, Ελληνοεβραίος από τα Χανιά. «Λέγεται ότι η εταιρεία πήρε το όνομά της από τα αρχικά των επωνύμων των δύο ιδρυτών της, Μιχαηλίδης – Κωνσταντίνης», όπως αναφέρεται στο ιστορικό επίμετρο. Ο Λευτέρης Μαντζίκας εξαγόρασε τη MISKO (αρχικά λεγόταν ΜΙΣΚΟ) το 1953 για 10.000 δραχμές, αφού προηγουμένως είχε ιδρύσει μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του Εμμανουήλ Παπαναστασίου τη βιοτεχνία ζυμαρικών «Ρεκόρ». Αλλά η πορεία του Μαντζίκα στην επιτυχία ήταν μια ιστορία σθένους και αυταπάρνησης. Τίποτε δεν ήταν στρωμένο με ρόδα…
Η ιστορία με τον μοναχό Ακάκιο αγγίζει τα όρια του θρύλου. Οι σελίδες στο βιβλίο που αφηγούνται πώς γεννήθηκε η ιδέα στον νεαρό συνεργάτη της εταιρείας Λέανδρο, που σκιτσάρισε τον καλόγερο με τον γάιδαρο και στο βάθος έναν άλλο καλόγερο με το χέρι σηκωμένο να του φωνάζει, έχει αληθοφάνεια και σασπένς. Ήταν ένα ταξίδι στη Θεσσαλία του Μαντζίκα και των συνεργατών του, στη γη των σιτηρών, εκεί όπου ο «μύθος» λέει πως γεννήθηκε ο Ακάκιος. Μπορεί να ήταν ακριβώς έτσι, και η ιστορία είναι ωραία, συγκινητική, άκρως παραστατική. Μπορεί ο Ακάκιος να προϋπήρχε όπως λένε άλλοι, με άλλο όνομα σε προγενέστερες ρεκλάμες εποχής, αλλά όπως και να ’χει το «Ακάκιε, μην ξεχάσεις τα μακαρόνια να είναι MISKO» είναι μια διαφημιστική επιτυχία ολκής που σημάδεψε μια εποχή. Και την καθόρισε συναισθηματικά, γαστρονομικά, συμβολικά, ιδεολογικά, οικονομικά.
Η αλήθεια είναι πως η νέα εταιρεία που γεννήθηκε μετά το 1953 με το πρωτοποριακό εργοστάσιο στην Πάτρα εκσυγχρόνισε τον κλάδο, ενέτεινε τον ανταγωνισμό, εισήγαγε την τυποποίηση (ενώ έως τότε τα μακαρόνια πωλούνταν χύμα) και μετέβαλε τις γαστρονομικές και διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων σε μια εποχή ευρύτατου εξαστισμού. Ήταν ένα επιχειρηματικό θαύμα που οφειλόταν στο δαιμόνιο του Λευτέρη Μαντζίκα, στους άξιους συνοδοιπόρους του και στο γενικό οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, με τη χώρα να βελτιώνει θεαματικά την οικονομία της επί σειράν ετών. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου την περίοδο 1950-1980 είναι μια πολύπτυχη και συναρπαστική ιστορία με πάμπολλες παραμέτρους. Η επιτυχία της ΜISKO ήταν και αυτή μία φωτεινή περίπτωση.
Ιστορία αυτοπραγμάτωσης
Όμως, το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο κοινωνικής ιστορίας, ούτε ένα βιβλίο που αναλύει ένα οικονομικό θαύμα. Ο «Ακάκιος» είναι η ιστορία ενός ανθρώπου προς την αυτοπραγμάτωση. Επιπλέον είναι μια ιστορία που τα έχει όλα, πάλη με το αδύνατο, πόλεμο, έρωτα. Έχει σάρκα, αίμα, συναίσθημα. Συχνά αυτά τα βιβλία που τα διαβάζεις για να απολαύσεις την ιστορία, η κριτική τα αγνοεί. Συμβαίνει διεθνώς. Σκέφτομαι ότι ο «Ακάκιος» είναι ένα βιβλίο από το οποίο θα μπορούσαν να ξεκινήσουν αναρίθμητες συζητήσεις για χίλια-δυο θέματα, και ο καθένας θα είχε να πει κάτι που τον αφορά, κάτι που τον συγκινεί, κάτι που ανακινήθηκε από τη μισοσβησμένη ζώνη της μνήμης. Ο «Ακάκιος» είναι μια ιστορία των Ελλήνων που ξεκίνησαν με λιγοστά μέσα, συχνά σε ένα χωριό των αρχών του 20ού αιώνα και που κινήθηκαν ανοδικά. Αλλά η άνοδος αυτή δεν έγινε ούτε με τύχη, ούτε με διασυνδέσεις, ούτε με κομματική εύνοια, ούτε με εύκολο πλουτισμό. Έγινε με σκληρή δουλειά, τόσο σκληρή που οι μαλθακές γενιές μας δεν θα καταδέχονταν ποτέ να αναλάβουν. Και η σκληρή αυτή δουλειά είχε ως κορωνίδα τον σεβασμό στη γνώση, τη λαχτάρα για προκοπή, την αγάπη στον τόπο. Αυτός είναι ο «Ακάκιος».
Και ο «Ακάκιος» αυτός δεν είναι μονάχα ο καλόγερος καβάλα στραβά στον γάιδαρο που ξεκινάει να πάει για αγορές. Είναι το φτωχόπαιδο της Ηπείρου που μεγάλωσε στη δεκαετία του 1920 χωρίς μάνα, θύμα και αυτή της ισπανικής γρίπης. Τα μάτια εκείνου του παιδιού λάμπουν ακόμη.
Μια ιστορία ψυχικού μεγαλείου στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα
Η ιστορία του «Ακάκιου», η ιστορία δηλαδή που είναι εμπνευσμένη από τη ζωή του Λευτέρη Μαντζίκα, θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Όπως έχει ανακοινωθεί, η εταιρεία παραγωγής ταινιών και τηλεοπτικών σειρών «Αργοναύτες» απέκτησε τα δικαιώματα του βιβλίου με σκοπό τη διασκευή και μεταφορά του στον κινηματογράφο.
Ο «Ακάκιος» μπορεί να γίνει καλή ταινία, αφού έχει όλα εκείνα τα δραματικά στοιχεία που ερεθίζουν ένα σεναριογράφο. Αλλά πέραν αυτού, ο «Ακάκιος» έρχεται να φωτίσει μισοξεχασμένες κοινωνικές παραμέτρους της δεκαετίας του 1930 και του 1940, στις γειτονιές και στο κέντρο της Αθήνας. Ο Κώστας Κρομμύδας έχει αναπαραστήσει την κοινωνική πραγματικότητα, τα μικρομάγαζα, τους φούρνους σαν «ναούς» κάθε γειτονιάς, τα ζαχαροπλαστεία, τα μεγάλα παντοπωλεία. Στου Κίκιζα, το μυθικό παντοπωλείο του Κολωνού, ξεκινά να εργάζεται ο μικρός Λευτέρης Μαντζίκας. Εκεί μαθαίνει, από τα 14 του χρόνια, τα μυστικά της δουλειάς, τρίβεται στην καθημερινότητα, βλέπει τις δυνάμεις του, μετράει το μπόι του. Μια ζωή ανατέλλει. Οχι στρωμένη με ρόδα.
Συχνά ξεχνάμε τη σπουδαιότητα εκείνης της καθημερινότητας στις παλιές γειτονιές της Αθήνας. Τον κόσμο των παραγιών, της εφηβικής εργασίας, της μικροεπιχειρηματικότητας, των μεσαζόντων, των βιοτεχνών και των βιοπαλαιστών, τον κόσμο των μεταπρατών, τη στρατιά των μεροκαματιάρηδων, των αυτοαπασχολούμενων, από τους τσαγκάρηδες έως τις μοδίστρες. Αυτός ο κόσμος του αθηναϊκού Μεσοπολέμου είναι εν μέρει και ο κόσμος του μικρού Λευτέρη Μαντζίκα ως ήρωα στον «Ακάκιο» του Κώστα Κρομμύδα. Και αυτό που δονεί τον μικρό ήρωα είναι η επιθυμία να προκόψει. Αυτή η λέξη –προκοπή– που γαλούχησε γενιές στους περασμένους δύο αιώνες και που σήμερα είναι απλώς «παρωχημένη». Ο Λευτέρης Μαντζίκας, ως ήρωας πλέον του βιβλίου, εκπροσωπεί και αντανακλά όχι μόνο την επιθυμία για προκοπή αλλά και τον πατριωτισμό. Πολέμησε στην Αλβανία και έζησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο στην Αθήνα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, χρήσιμες και συγκινητικές οι σκηνές καθημερινότητας στην Κατοχή και στην Απελευθέρωση, με μικροϊστορίες που φωτίζουν ένα κλίμα που λίγοι πλέον μπορούν να αναπαραστήσουν.
Ο «Ακάκιος» θα γοητεύσει και τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για μια περίπτωση οικονομικού θαύματος στη μεταπολεμική Ελλάδα και πώς αυτό το θαύμα κλονιζόταν συχνά από τον κακώς εννοούμενο συνδικαλισμό και την άδοξη πορεία προς την αποβιομηχάνιση της χώρας μετά τη μεταπολίτευση. Ο Λευτέρης Μαντζίκας είναι ένας ήρωας αληθινός και μυθοπλαστικός, σε ένα αμάλγαμα που συμπυκνώνει την ελληνική πορεία από την παραδοσιακή ζωή στη μεταβιομηχανική. Είναι μια πορεία που ενδιαφέρει, δονεί και συγκινεί γιατί έχει δομικό υλικό την αλήθεια και την επιμονή για πρόοδο.
Να, λοιπόν, πώς μπορεί μια ρετρό διαφήμιση που μιλάει σε όλους τους Ελληνες να μας φέρει ενώπιον μιας συγκλονιστικής περίπτωσης ανθρώπου. Και μαζί με την αφήγηση μιας ιστορίας ζωής, πάλης και ψυχικού μεγαλείου, να έρθει να μας θέσει μερικά απλά ερωτήματα, για το πώς και το γιατί της ζωής μας.