Ηταν η τρίτη φορά που έκανα αυτήν την διαδρομή με το τρένο μέσα σε ένα μήνα. Το ίδιο βαρετό κάθε φορά. Στο τσακ πρόλαβα να βγάλω εισιτήριο μιας και εκείνος ο απρόσεκτος και βιαστικός πλην ενδιαφέρων άνδρας με το σικ κοστούμι του, έπεσε πάνω μου ρίχνοντας λίγο από τον καφέ που κρατούσα στα ρούχα μου.
Μου πέταξε ένα ξερό, «Χίλια συγγνώμη…δεν σας είδα», και συνέχισε να μιλά στο τηλέφωνο.
Προσπάθησα, ωστόσο, έχοντας πια καθίσει στη θέση μου, να χαλαρώσω και, βάζοντας ένα τραγούδι στο κινητό, έκλεισα τα μάτια μου με σκοπό να κοιμηθώ.
Κάποιος προσπαθούσε να τοποθετήσει κάτι στον χώρο πάνω από το κεφάλι μου και έκατσε απέναντί μου. Ένας αναστεναγμός που άφησε με ανάγκασε να ανοίξω τα μάτια μου και να αντικρίσω μπροστά μου τον ίδιο άνδρα που λίγο πριν έκανε έναν καφέ λεκέ πάνω στο λευκό μεταξωτό πουκάμισό μου.
Κούνησα απλά το κεφάλι μου προσπαθώντας να τον αγνοήσω… Συνέχιζε όμως να με κοιτά επίμονα και κάθε φορά που τον κοίταζα κι εγώ έστρεφε το βλέμμα του προς τα έξω.
Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν ξεκάθαρο φλερτ αυτό το τόσο διαβολεμένο βλέμμα ή αν απλά έπαιζε με τα νεύρα μου. Όφειλα να παραδεχτώ πάντως πως έκανε πολύ καλά αυτό που είχε στο μυαλό του.
Όσο κι αν προσπαθούσα να τον αγνοήσω, κάθε τόσο έπιανα τον εαυτό μου να τον παρατηρεί από πάνω έως κάτω. Ομολογουμένως ήταν ένας πολύ όμορφος και γοητευτικός άνδρας, σκέφτηκα.
Ξαφνικά, σηκώθηκε για να βγάλει το σακάκι του τεντώνοντας το κορμί του μπροστά μου κι ενώ το τακτοποίησε και αυτό στον χώρο αποθήκευσης από πάνω μου, έφερε πολύ κοντά μου το σώμα του. Η επόμενη ανάσα που πήρα κατέκλυσε τα ρουθούνια μου με το απίστευτο άρωμα της κολόνιας του, που τόση ώρα δεν είχα παρατηρήσει.
Τόσο διακριτική ώστε να με αναστατώσει ακόμα περισσότερο. Βολεύτηκε ξανά στην θέση του έχοντας πάρει έναν φάκελο με χαρτιά στα χέρια του και ξεκίνησε κάτι να διαβάζει κάνοντας ταυτόχρονα κάποιους υπολογισμούς, ψιθυρίζοντας μέσα από τα δόντια του.
Πέρασα μερικά λεπτά σιωπής όπου το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μονότονος ήχος του τρένου πάνω στις ράγες.
Ένα παιχνίδι σαγήνης
Ήταν σειρά μου πλέον να παίξω το δικό μου παιχνίδι… Έβγαλα το σακάκι χωρίς να σηκωθώ από τη θέση μου, γέρνοντας απαλά μπροστά ώστε η κίνηση των χεριών μου να ανοίξει το πουκάμισό μου τόσο που να φανεί ελάχιστα το μπούστο μου. Στιγμιαία το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Ασυναίσθητα (ή όχι) δάγκωσα τα χείλη μου και τον παρατήρησα που είχε μείνει σχεδόν με το στόμα ανοιχτό μην πιστεύοντας αυτό που μόλις είχε δει με τα μάτια του. Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου. Έκατσα πίσω σταυρώνοντας τα πόδια μου και ικανοποιημένη πια από το ξάφνιασμά του, αποφάσισα να συγκεντρωθώ στην οργάνωση κάποιων ραντεβού μου. Μάταια βέβαια…
Έπειτα από λίγη ώρα σηκώθηκα για να πιω (επιτέλους) έναν καφέ και να ξεφύγω από την άβολη θέση που με είχε φέρει, ελπίζοντας όμως να με ακολουθήσει. Κάθισα σε ένα γωνιακό τραπέζι του βαγονιού και πάνω που έπινα την δεύτερη γουλιά εμφανίστηκε μπροστά μου, έκατσε απέναντί μου και μου χαμογέλασε πονηρά. Επιδεικτικά… Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα ως τώρα και αυτό μου είχε ερεθίσει τόσο το μυαλό… Ανακάθησα στη θέση μου προσπαθώντας να ξεπεράσω την αμηχανία μου ή τα νεύρα μου ή… τι ήταν αυτό με έκανε να νιώθω, Θεέ μου;
Σηκώθηκε τότε απότομα και έσκυψε δίπλα στο αφτί μου ψιθυρίζοντας,
«Έλα μαζί μου, τώρα». Με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε προς τα βαγόνια με πριβέ κουπέ και στο πρώτο άδειο που είδε μου έκανε νόημα να περάσω και έκλεισε πίσω του την συρόμενη πόρτα.
– «Κάποιος απρόσεκτος σου λέρωσε το υπέροχο αυτό πουκάμισο», είπε κοιτώντας με νόημα τον λεκέ πάνω μου.
– «Ναι, και όφειλε τουλάχιστον μία αξιοπρεπή συγγνώμη», του απάντησα με φωνή που έτρεμε από την ταραχή.
Πλησίασε περισσότερο και για μια στιγμή σταμάτησε σα να περίμενε τη βουβή συγκατάθεσή μου. Ακούμπησε τα χείλη του στο λαιμό μου και με φίλησε αργά μέχρι το ύψος του ώμου. Όμως ξαφνικά σταμάτησε. Γύρισε προς την πόρτα και ένα «Συνεχίζουμε το ταξίδι;» ήταν η μόνη παρεμβολή στον ήχο που άφηνε στο χώρο η βαριά ανάσα μου… πριν προλάβω να πω κάτι γύρισε και έφυγε.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στην προσπάθειά μου να καταλάβω τι έγινε…
Επιστρέφοντας στην θέση μου τον είδα προσηλωμένο στο λάπτοπ του.
Θυμωμένη από την απόρριψη που ένιωσα επέλεξα να διαβάσω ένα βιβλίο αγνοώντας τον, ώσπου τελικά χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα.
Μόλις το τρένο σταμάτησε άνοιξα τα μάτια μου αλλά εκείνος έλειπε. Χαμογέλασα πικρά κοιτώντας έξω από το τζάμι του τρένου προσπαθώντας να τον εντοπίσω ανάμεσα στον κόσμο που κατέβαινε…
Όνειρο είναι ή αλήθεια;
Την επομένη ξημέρωνε η γιορτή του αγίου Βαλεντίνου… τι ειρωνεία σκέφτηκα μιας και από ό,τι φαινόταν θα γιόρταζα μόνη στο ξενοδοχείο μετά τη βαρετή διάλεξη που είχα…
Το ίδιο βράδυ έφτασα επιτέλους κατάκοπη στο δωμάτιο μου. Έκανα ένα μπάνιο και άνοιξα το βιβλίο μου να διαβάσω όσο αντέξω… με έκπληξη βρήκα στην σελίδα όπου είχα μείνει στο τρένο ένα σημείωμα με έναν αριθμό τηλεφώνου και την φράση.
«Συνεχίζουμε το ταξίδι;».
Η ιστορία “Συνεχίζουμε το ταξίδι;” δημοσιεύθηκε στο Infowoman στις 14/2/19 με αφορμή τη γιορτή του έρωτα.