«Θα έφευγες»; Όλο και περισσότερο ακούω αυτή την ερώτηση από συνάδελφους και φίλους. Στην ίδια πάντα συζήτηση, που αφορά στην οικονομική κατάσταση της χώρας μας, στην κρίση, στη δύσκολή μας πια διαβίωση.
Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ σοβαρά, μέχρι τη στιγμή που είπα να κάνω τη σύγκριση ανάμεσα στα υποθετικά ναι και τα όχι.
Ξεκίνησα με τα αυτονόητα.. Να έφευγα από που; Από τη χώρα του ατέλειωτου μπλε; Του ήλιου και των μαγευτικών ανατολών και βασιλεμάτων του; Της ανάσας θάλασσας, των νησιών και των καλά κρυμμένων ορεινών θησαυρών; Να έφευγα; Από τη χώρα του πολιτισμού, της ιστορίας, της τέχνης, της φιλοξενίας; Την έξω καρδιά μου χώρα;
Και ως τα ίδια μου τα όχι να θέλησαν να απομυθοποιηθούν στη σκέψη μου, χώρεσαν το κάθε ένα μέσα του, το αντίθετό του ναι.. Για να μου θυμίσουν πως η χώρα μου δεν είναι μόνο τα τοπία, η ιστορία και ο ήλιος της, αλλά κυρίως είναι οι άνθρωποί της.
Όχι, δεν θα έφευγα από τη χώρα μου. Θα έφευγα όμως από όλους αυτούς, που σκοτεινιάζουν την κάθε ημέρα μου με τη μαύρη τους διάθεση.
Θα έφευγα από όλους όσους πάντα βρίσκουν κάποιον άλλον να φταίει για αυτούς. Που καθισμένοι στον καναπέ τους, κρίνουν ανθρώπους και θεούς, συστήματα και καταστάσεις, γεγονότα και αποφάσεις για τα οποία ποτέ δεν φταίνε οι ίδιοι αφού ο υπέρμετρος εγωισμός και η μόνιμα υπεροπτική ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, τους κάνει να αυτοχρήζονται μόνιμα θύματα μιας ζωής που όσο παθητικά κι αν παρακολουθούν έχουν και οι ίδιοι με τις πράξεις τους επιλέξει.
Θα έφευγα από όλους όσους, έχουν εκπαιδεύσει τα μάτια, το μυαλό και την συνείδησή τους να βλέπουν, να εκπέμπουν και να λειτουργούν σε απόσταση όχι μεγαλύτερη από ένα-δυο βήματα, τέσσερις τοίχους και μερικά τετραγωνικά μέτρα. Όσο δηλαδή περίπου χώρο πιάνει ο δικός τους, ο μοναδικά σημαντικός μικρόκοσμός τους. Από την μόνο για τον εαυτό τους, καλά μαθημένη, συμπεριφορά τους. Από αυτούς που έχουν ξεχάσει να λένε ευχαριστώ και παρακαλώ, σαν όλος ο κόσμος να τους χρωστάει όλα όσα πληρώνουν, όσα τους χαρίζονται, και όσα τους περιβάλλουν. Θα έφευγα από αυτούς που με κρίνουν από το αμάξι που οδηγώ, το κινητό και τη μάρκα των ρούχων μου και ανάλογα διαμορφώνουν την αξία μου στα δικά τους μονοδιάστατα και τόσο επιφανειακά μάτια. Θα έφευγα από αυτούς που πετούν τη γόπα τους από το παράθυρο και την επομένη φωνάζουν «που είναι το κράτος». Από αυτούς που αφήνουν τα σκουπίδια τους στις παραλίες η όπου βρουν για τους επόμενους.
Θα έφευγα επίσης από αυτούς που καταχρηστικά χρησιμοποιούν ως μόνιμη αναφορά στην αξία τους το παρελθόν των αρχαίων μου προγόνων, χωρίς καν να το γνωρίζουν, χωρίς καν να το τιμούν αλλά καταχρηστικά το ασπάζονται μόνο και μόνο για να σηκώσει στις πλάτες της μεγαλοσύνης του την απόλυτη μικρότητα και αδυναμία μας να συνεχίσουμε έναν πολιτισμό που όσο τεράστιος κι αν είναι, χάνεται σε ένα παρόν που δε μπορεί να δημιουργήσει τίποτα νέο παρά μόνο να καταστρέψει.
Θα έφευγα από όλους όσους θέλουν μόνιμα μέσα σε κάθε τι λευκό να πασαλείβουν το μαύρο τους, σε κάθε θετικό να τρυπώσουν σαν σαράκι τον αρνητισμό τους και σε κάθε τι όμορφο να βρούνε το άσχημο, αφού όλος ο κόσμος δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια καλά μαγειρεμένη συνομωσία εναντίον τους και δε μπορεί να κρύβει παρά μόνο κακία και δόλο.
Από αυτούς που δε με αφήνουν να γεμίσω την ημέρα μου με χαμόγελα αναίτια γιατί απλά έτσι ξύπνησα το πρωί, και φροντίζουν ενοχλητικά να μου επιβάλλουν τη μόνιμα αγέλαστη μορφή τους που ξεκινάει από την καλημέρα μέχρι και την καληνύχτα τους.
Όχι, δεν θα έφευγα από τη χώρα μου. Όπως δεν έφυγαν τόσοι προγονοί μου βιώνοντας πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες από τις σημερινές. Την αγαπάω την Ελλάδα και με αγαπάει και αυτή. Θα ήθελα όμως να φύγει αυτή η γκρίζα μιζέρια που απλώνει γύρω μου κάθε μέρα όλο και περισσότερο και μου χαλάει τη θέα του γαλανού μου ουρανού.